23 Όταν μια μάστιγα θανατική ξεσπάει άξαφνα,αυτός γελάει με την αμηχανία των αθώων.
24 Τη γη παρέδωσε στων ασεβών τα χέριακαι τύφλωσε τους δικαστές,το δίκιο να μην μπορούνε να το δουν.Αν όλ’ αυτά δεν είν’ απ’ το Θεό,τότε από ποιον είναι;
25 Τρέχουν οι μέρες μουκι από δρομέα γοργότερα.Φεύγουν· δε φέρνουν τίποτα καλό.
26 Γλιστρούν σαν βάρκες από πάπυρο, ελαφρές,σαν τον αητό που ορμάειπάνω στη λεία του.
27 Προσπαθώ να ξεχάσω την οδύνη μου,να διώξω του προσώπου μου το πένθοςγια να μοιάζω χαρούμενος.
28 Όμως, τα βάσανά μου συλλογιέμαι και τρομάζω·γιατί το ξέρω πως δεν πρόκειταιγι’ αθώο ο Θεός να με παραδεχτεί.
29 Λοιπόν με θέλει να ’μαι ένοχος·τότε γιατί μάταια να κοπιάζωαθώος να αποδειχτώ;