12 Να σκέφτεσαι πως δεν αργεί ο θάνατος να ’ρθεί, και την απόφαση του άδη δεν την ξέρεις.
13 Όσο ζεις να ευεργετείς το φίλο σου κι όσο μπορείς το χέρι σου ν’ απλώνεις, να του δίνεις.
14 Στον εαυτό σου μη στερείς την ευτυχία μιας μέρας και μη χάνεις την ευκαιρία ν’ απολαύσεις μια νόμιμη επιθυμία.
15 Όσα με μόχθο απόχτησες, σε άλλον θα τ’ αφήσεις· και τ’ αγαθά του κόπου σου θα μοιραστούν με κλήρο.
16 Δώσε και πάρε, γέμισε την ψυχή σου από χαρά, γιατί δε θα ’ναι δυνατό απόλαυση στον άδη να ζητήσεις.
17 Κάθε άνθρωπος γερνάει, παλιώνει σαν το ρούχο· ο αιώνιος νόμος είναι να πεθάνεις.
18 Σ’ ένα δέντρο πυκνόφυλλο βλασταίνουν φύλλα, άλλα πέφτουν κι άλλα ξαναφυτρώνουν· έτσι συμβαίνει και με των ανθρώπων τις γενιές· η μια πεθαίνει, γεννιέται η άλλη.