1 Αχ, θάνατε, πόσο είν’ η σκέψη σου πικρή για έναν άνθρωπο, που ειρηνικά μες στ’ αγαθά του ζει, που ’ναι απερίσπαστος κι όλα του πετυχαίνουν και που μπορεί ακόμα τις απολαύσεις να τις γεύεται!
2 Αχ, θάνατε, καλόδεχτος ο ερχομός σου για τον άνθρωπο που ζει στην ένδεια και χάνει τις δυνάμεις του, που είναι στην ηλικία πολύ μεγάλος κι όλα τον ενοχλούν, που είναι κακότροπος κι έχει χαμένη την υπομονή του.
3 Μη σε τρομάζει, γιε μου, που ’ναι αποφασισμένο να ’ρθει ο θάνατος· θυμήσου αυτούς που ζήσανε πριν από σένα κι αυτούς που πρόκειται ν’ ακολουθήσουν.
4 Αυτή είναι του Κυρίου η απόφαση για κάθε άνθρωπο· γιατί να πας ενάντια στου Κυρίου τη βουλή; Είτε δέκα είτε εκατό είτε χίλια χρόνια ζήσεις, κανείς δεν πρόκειται στον άδη να σου ζητήσει λογαριασμό γι’ αυτό.
5 Τα παιδιά των αμαρτωλών γίνονται μισητά, εκείνα που συχνάζουν στων ασεβών τα καταγώγια.